„ανταμείβω“: μεταβατικό ρήμα ανταμείβω [andaˈmivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) belohnen belohnen ανταμείβω ανταμείβω