„αντίτυπο“: ουδέτερο αντίτυπο [anˈditipo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Abdruck, Abzug, Exemplar (Druck-)Exemplarουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντίτυπο Abdruckαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίτυπο Abzugαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίτυπο αντίτυπο