„αντίλαλος“: αρσενικό αντίλαλος [anˈdilalos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Widerhall, Echo Widerhallαρσενικό | Maskulinum, männlich m αντίλαλος Echoουδέτερο | Neutrum, sächlich n αντίλαλος αντίλαλος