αντίκτυπος
[anˈdiktipos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m μεταφορικά | in übertragenem SinnμτφVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Auswirkungθηλυκό | Femininum, weiblich fαντίκτυποςαντίκτυπος