αντίζηλος
[anˈdizilos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Rivaleαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντίζηλοςRivalinθηλυκό | Femininum, weiblich fαντίζηλοςαντίζηλος