„ανοξίδωτος“ ανοξίδωτος [anoˈksiðotos], ανοξίδωτη, ανοξίδωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) rostfrei rostfrei ανοξίδωτος ανοξίδωτος ejemplos ανοξίδωτο ατσάλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n Edelstahlαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανοξίδωτο ατσάλιουδέτερο | Neutrum, sächlich n