„ανοικοδομώ“: μεταβατικό ρήμα ανοικοδομώ [anikoðoˈmo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) wiederaufbauen wiederaufbauen ανοικοδομώ ανοικοδομώ