ανισότητα
[aniˈsotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Ungleichheitθηλυκό | Femininum, weiblich fανισότηταανισότητα
ejemplos
- ανισότητα εισοδήματοςEinkommensgefälleουδέτερο | Neutrum, sächlich n