ανθεκτικότητα
[anθektiˈkotita]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Widerstandsfähigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανθεκτικότηταHaltbarkeitθηλυκό | Femininum, weiblich fανθεκτικότηταRobustheitθηλυκό | Femininum, weiblich fανθεκτικότηταανθεκτικότητα