„ανεπρόκοπος“: αρσενικό ανεπρόκοπος [aneˈprokopos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Versager, Niete Versagerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανεπρόκοπος ανεπρόκοπος Nieteθηλυκό | Femininum, weiblich f ανεπρόκοπος οικείο | umgangssprachlichοικ ανεπρόκοπος οικείο | umgangssprachlichοικ