ανεπαρκής
[aneparˈkjis], ανεπαρκής, ανεπαρκέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ungenügend, unzureichend, unzulänglichανεπαρκήςανεπαρκής
- knappανεπαρκήςανεπαρκής
ejemplos
- ανεπαρκής παραγωγήθηλυκό | Femininum, weiblich fUnterproduktionθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανεπαρκής πληρωμήθηλυκό | Femininum, weiblich fUnterbezahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f