„ανεπανόρθωτος“ ανεπανόρθωτος [anepaˈnorθotos], ανεπανόρθωτη, ανεπανόρθωτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) nicht wiedergutzumachen nicht wiedergutzumachen(d) ανεπανόρθωτος ανεπανόρθωτος