„αναπαύομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα αναπαύομαι [anaˈpavome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ruhen, sich ausruhen, sich erholen ruhen, sich ausruhen (από von) αναπαύομαι sich erholen αναπαύομαι αναπαύομαι