„αναπαυτικός“ αναπαυτικός [anapaftiˈkos], αναπαυτική, αναπαυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) bequem, gemütlich bequem, gemütlich αναπαυτικός αναπαυτικός