„ανανάς“: αρσενικό ανανάς [anaˈnas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m <-άδες> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ananas Ananasαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανανάς ανανάς