„ανακηρυγμένος“ ανακηρυγμένος [anakjiriɣˈmenos], ανακηρυγμένη, ανακηρυγμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) erklärt erklärt ανακηρυγμένος ανακηρυγμένος