ανακατεύομαι
[anakaˈtevome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- sich verwickeln (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ανακατεύομαι εμπλέκομαιhineingeratenανακατεύομαι εμπλέκομαιανακατεύομαι εμπλέκομαι
- sich einmischen (σε in+αιτιατική | +Akkusativ +akk)ανακατεύομαι επεμβαίνωανακατεύομαι επεμβαίνω
- mir ist übelανακατεύομαι αισθάνομαι αναγούλαανακατεύομαι αισθάνομαι αναγούλα
ejemplos
- δεν ανακατεύομαιsich zurückhalten