„αναιδής“ αναιδής [aneˈðis], αναιδής, αναιδέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) unverschämt unverschämt αναιδής αναιδής