„αναγκάζω“: μεταβατικό ρήμα αναγκάζω [anaŋˈgazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) zwingen, nötigen zwingen, nötigen αναγκάζω αναγκάζω