ανήσυχος
[aˈnisixos], ανήσυχη, ανήσυχοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unruhigανήσυχος ανυπόμονοςανήσυχος ανυπόμονος
- besorgt, beunruhigtανήσυχος γεμάτος σκέψεις, στενοχωρημένοςανήσυχος γεμάτος σκέψεις, στενοχωρημένος