ανάχωμα
[aˈnaxoma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ανάχωμα
- Straßenböschungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάχωμα δρόμουανάχωμα δρόμου
- Uferböschungθηλυκό | Femininum, weiblich fανάχωμα ποταμούανάχωμα ποταμού