ανάστατος
[aˈnastatos], ανάστατη, ανάστατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- wüstανάστατοςανάστατος
- aufgebrachtανάστατος συναισθηματικάανάστατος συναισθηματικά