ανάπηρος
[aˈnapiros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ανάπηρη, ανάπηροVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- gehandicapt, körperbehindertανάπηροςανάπηρος
ανάπηρος
[aˈnapiros]αρσενικό | Maskulinum, männlich mVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- (Körper-)Behinderterαρσενικό | Maskulinum, männlich mανάπηροςInvalideαρσενικό | Maskulinum, männlich mανάπηροςανάπηρος
- Rollstuhlfahrerαρσενικό | Maskulinum, männlich mανάπηρος σε καροτσάκιανάπηρος σε καροτσάκι