„ανάθεμα“: ουδέτερο ανάθεμα [aˈnaθema]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Bann Bannαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανάθεμα ανάθεμα