αμφικλινής
[amfikliˈnis], αμφικλινής, αμφικλινέςεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- αμφικλινής σκεπήθηλυκό | Femininum, weiblich fSatteldachουδέτερο | Neutrum, sächlich n