„αμφίρροπος“ αμφίρροπος [amˈfiropos], αμφίρροπη, αμφίρροποεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) zwiespaltig zwiespaltig αμφίρροπος υπόθεση αμφίρροπος υπόθεση