„αμολώ“: μεταβατικό ρήμα αμολώ [amoˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) loslassen loslassen αμολώ αμολώ ejemplos αμολώ τα σκυλιά die Meute loslassen αμολώ τα σκυλιά