αμετάπειστος
[ameˈtapistos], αμετάπειστη, αμετάπειστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- nicht überzeugtαμετάπειστος που δεν πείστηκεαμετάπειστος που δεν πείστηκε
- uneinsichtigαμετάπειστος που δεν πείθεταιαμετάπειστος που δεν πείθεται