„αμαρτωλός“: επίθετο, ως επίθετο αμαρτωλός [amartoˈlos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αμαρτωλή, αμαρτωλό Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) sündig sündig αμαρτωλός αμαρτωλός „αμαρτωλός“: αρσενικό και θηλυκό αμαρτωλός [amartoˈlos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Sünder Sünderαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f αμαρτωλός αμαρτωλός