αλιευτικός
[alieftiˈkos], αλιευτική, αλιευτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
ejemplos
- αλιευτικά προϊόνταπληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural nplFischwarenπληθυντικός | Plural pl
- αλιευτικές ποσοστώσειςπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fplFangquoteθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αλιευτικό δίκτυοουδέτερο | Neutrum, sächlich nFischernetzουδέτερο | Neutrum, sächlich n
ocultar ejemplosmostrar más ejemplos