αλησμόνητος
[alizˈmonitos], αλησμόνητη, αλησμόνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- unvergesslichαλησμόνητος που δεν μπορεί κανείς να τον ξεχάσειαλησμόνητος που δεν μπορεί κανείς να τον ξεχάσει
- unvergessenαλησμόνητος που δεν ξεχάστηκεαλησμόνητος που δεν ξεχάστηκε