„αληθινός“ αληθινός [aliθiˈnos], αληθινή, αληθινόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) wahr, echt wahr αληθινός σύμφωνος με την πραγματικότητα αληθινός σύμφωνος με την πραγματικότητα echt αληθινός γνήσιος αληθινός γνήσιος