„αλατοπίπερο“: ουδέτερο αλατοπίπερο [alatoˈpipero]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Salz und Pfeffer Salzουδέτερο | Neutrum, sächlich n und Pfefferαρσενικό | Maskulinum, männlich m αλατοπίπερο αλατοπίπερο