αλαζονικός
[alazoniˈkos], αλαζονική, αλαζονικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- arrogant, überheblichαλαζονικός συμπεριφοράαλαζονικός συμπεριφορά