„αλέγρος“ αλέγρος [aˈleɣros], αλέγρα, αλέγροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) beschwingt beschwingt αλέγρος αλέγρος