„ακυβέρνητος“ ακυβέρνητος [akjiˈvernitos], ακυβέρνητη, ακυβέρνητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) steuerlos steuerlos ακυβέρνητος ακυβέρνητος