„ακρωτήριο“: ουδέτερο ακρωτήριο [akroˈtirio]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kap, Landzunge Kapουδέτερο | Neutrum, sächlich n ακρωτήριο Landzungeθηλυκό | Femininum, weiblich f ακρωτήριο ακρωτήριο ejemplos ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος Kap der Guten Hoffnung ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος