„ακριβός“ ακριβός [akriˈvos], ακριβή, ακριβόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) teuer, lieb teuer ακριβός ακριβός lieb ακριβός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ ακριβός μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ