„ακουστικά“: πληθυντικός ουδετέρου ακουστικά [akustiˈka]πληθυντικός ουδετέρου | Neutrum Plural npl Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Kopfhörer Kopfhörerαρσενικό | Maskulinum, männlich m ακουστικά ακουστικά