ακοινώνητος
[akjiˈnonitos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, ακοινώνητη, ακοινώνητοVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- ungeselligακοινώνητοςακοινώνητος
ακοινώνητος
[akjiˈnonitos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Einzelgängerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fακοινώνητοςακοινώνητος