ακμή
[akˈmi]θηλυκό | Femininum, weiblich fVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- Höhepunktαρσενικό | Maskulinum, männlich mακμή το ανώτατο σημείοακμή το ανώτατο σημείο
- (Messer-)Schneideθηλυκό | Femininum, weiblich fακμή ξυραφιούακμή ξυραφιού
- Blüteθηλυκό | Femininum, weiblich fακμή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφακμή μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- Akneθηλυκό | Femininum, weiblich fακμή ιατρική | Medizinιατρακμή ιατρική | Medizinιατρ