„ακατάδεκτος“ ακατάδεκτος [akaˈtaðektos], ακατάδεκτη, ακατάδεκτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) arrogant, hochmütig, abweisend arrogant, hochmütig, abweisend ακατάδεκτος ακατάδεκτος