αιμοστατικός
[emostatiˈkos], αιμοστατική, αιμοστατικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- blutstillendαιμοστατικόςαιμοστατικός
ejemplos
- αιμοστατικό φάρμακοουδέτερο | Neutrum, sächlich nblutstillendes Mittelουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αιμοστατικός επίδεσμοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mDruckverbandαρσενικό | Maskulinum, männlich m