„αιματηρός“ αιματηρός [ematiˈros], αιματηρή, αιματηρόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) blutig blutig αιματηρός αγώνας αιματηρός αγώνας