„αιθέριος“ αιθέριος [eˈθerios], αιθέρια, αιθέριοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) ätherisch ätherisch αιθέριος και | undκ. χημεία | Chemieχημ αιθέριος και | undκ. χημεία | Chemieχημ