„αεροναυτιλία“: θηλυκό αεροναυτιλία [aeronaftiˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Luftfahrt Luftfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f αεροναυτιλία αεροναυτιλία