αεριωθούμενος
[aerioˈθumenos], αεριωθούμενη, αεριωθούμενοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjVista general de todas las traducciones
(Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar)
- mit Düsenantriebαεριωθούμενοςαεριωθούμενος
ejemplos
- αεριωθούμενο αεροπλάνοουδέτερο | Neutrum, sächlich nRaketenflugzeugουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αεριωθούμενο μαχητικό αεροσκάφοςουδέτερο | Neutrum, sächlich nDüsenjägerαρσενικό | Maskulinum, männlich m