„αεράκι“: ουδέτερο αεράκι [aeˈrakji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Brise, Lüftchen Briseθηλυκό | Femininum, weiblich f αεράκι Lüftchenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αεράκι αεράκι