„αδημονία“: θηλυκό αδημονία [aðimoˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) innere Unruhe, Ungeduld, Spannung innere Unruheθηλυκό | Femininum, weiblich f αδημονία ανησυχία αδημονία ανησυχία Ungeduldθηλυκό | Femininum, weiblich f αδημονία ανυπομονησία Spannungθηλυκό | Femininum, weiblich f αδημονία ανυπομονησία αδημονία ανυπομονησία