„αγόρευση“: θηλυκό αγόρευση [aˈɣorefsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Vista general de todas las traducciones (Para obtener más detalles de la traducción, hacer clic/pulsar) Ansprache, Rede, Plädoyer Anspracheθηλυκό | Femininum, weiblich f αγόρευση Redeθηλυκό | Femininum, weiblich f αγόρευση αγόρευση Plädoyerουδέτερο | Neutrum, sächlich n αγόρευση νομικός όρος | Rechtswesenνομ αγόρευση νομικός όρος | Rechtswesenνομ